γόμφῳ

γόμφῳ
γόμφος
bolt
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γομφώ — γομφῶ ( όω) (AM) [γόμφος] στερεώνω με καρφιά αρχ. 1. κατασκευάζω τον σκελετό τού πλοίου 2. (για το γάλα) πήζω …   Dictionary of Greek

  • αγόμφωτος — η, ο (Α ἀγόμφωτος, ον) [γομφῶ] αυτός που δεν έχει συναρμοστεί με γόμφους, δηλαδή με ξύλινα ή μεταλλικά καρφιά νεοελλ. (για δόντια) αυτός που δεν είναι καλά στερεωμένος …   Dictionary of Greek

  • γομφωτήρας — ο (AM γομφωτήρ) [γομφώ] εργαλείο για διάτρηση, τρυπάνι αρχ. ο ναυπηγός …   Dictionary of Greek

  • γομφωτός — ή, ό (AM γομφωτός, ή, όν) [γομφώ] συναρμολογημένος με καρφιά ή πασσάλους …   Dictionary of Greek

  • γόμφωμα — το (AM γόμφωμα) [γομφώ] ο σκελετός, το σκαρί αρχ. ο γόμφος …   Dictionary of Greek

  • γόμφωση — η (AM γόμφωσις) [γομφώ] στερέωση με γόμφους νεοελλ. 1. η άρθρωση τής ρίζας τών δοντιών με το φατνίο 2. μεταλλικό κατασκεύασμα που στερεώνεται στο ποδόστυμα τού πλοίου …   Dictionary of Greek

  • ευγόμφωτος — εὐγόμφωτος, ον (Α) εύγομφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γομφωτός (< γομφώ «συναρμόζω»)] …   Dictionary of Greek

  • καταγομφώ — καταγομφῶ, όω (Α) καρφώνω στερεά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γομφῶ «καρφώνω»] …   Dictionary of Greek

  • μεταγομφώ — μεταγομφῶ, όω (Μ) μεταβάλλω κάτι σε γόμφους, σε καρφιά («εἰς ὅπλα καὶ βέλη τοὺς ἑαυτῶν ὀδόντας μεταγομφοῡντες», Νικ. Χωκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + γομφῶ «καρφώνω»] …   Dictionary of Greek

  • νεογόμφωτος — νεογόμφωτος, ον (Μ) αυτός που συναρμόστηκε πρόσφατα, που ναυπηγήθηκε πρόσφατα («νεογόμφωτος ναῡς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γομφωτός (< γομφώ «συναρμόζω» < γόμφος), πρβλ. πολυγόμφωτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”